πατσός

πατσός
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 490 μ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.).
* * *
ο
πατσομύτης, πατσουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από το ρ. πατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • пацюк — I пацюк I, род. п. а крыса , южн., пасюк – то же, пацюк поросенок , южн.; укр. пацюк крыса . Согласно Преобр. (II, 30), звукоподражание, от межд. пацю, которым подзывают свиней. •• [Укр. пацюк поросенок, кастрированный кабан (и вторично – крыса ) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μπάτσος — και πάτσος, ο (Μ μπάτσος και πάτσος) ράπισμα, χαστούκι νεοελλ. 1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) αστυνομικός 2. φρ. «είναι τού κλότσου και τού μπάτσου» είναι τιποτένιος, κανείς δεν τόν λογαριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχομιμητική λ. από τον ήχο… …   Dictionary of Greek

  • πατσομύτης — ο αυτός που έχει πλατιά, πλατσουκωτή μύτη, πλακομύτης, πλατσουκομύτης, πλατσομύτης, πατσουρός, πατσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατσός + μύτης (< μύτη), πρβλ. κοκκινο μύτης] …   Dictionary of Greek

  • πατσουρός — ο πατσουρομύτης, πατσός, πατσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατσός + ουρός)] …   Dictionary of Greek

  • Ολόπυξος — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Πολλοί υποστηρίζουν ότι βρισκόταν στη θέση του σημερινού οικισμού Ροτάσι, στο Μονοφάτσι. Άλλοι την τοποθετούν στο Αμάρι, κοντά στον οικισμό Πατσός, θεωρώντας ότι οι δύο τελευταίες συλλαβές της ονομασίας της έδωσαν… …   Dictionary of Greek

  • Sybrita — Hügel Kefala mit der Ausgrabungsstätte von Sybrita Sybrita (altgriechisch Σύβριτα[1]; Σούβριτα[2]; …   Deutsch Wikipedia

  • πατσουρομύτης — ο πατρουρός, πατσός, πατσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. πατσουρός + μύτης (< μύτη), πρβλ. κοκκινο μύτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”